Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το πτυελοδοχείο

См. также в других словарях:

  • πτυελοδοχείο — το, Ν δοχείο με κάλυμμα ή χωρίς κάλυμμα για να φτύνουν μέσα τα προϊόντα τής απόχρεμψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύελο + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. πτυελοδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πτυελοδοχείο — το δοχείο όπου φτύνει κανείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμμοδοχείο — το δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη 2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε <… …   Dictionary of Greek

  • πτυελίστρα — η, Ν μικρό φορητό πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυελίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • φτυστήρι — το, Ν πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ τού αορ. έ φτυσ α τού φτύνω + κατάλ. τήρι (πρβλ. ποτιστήρι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»